Τετάρτη 17 Ιουνίου 2015

Η τσουλήθρα



 
 
Από μικρή λάτρευα τα ξεκινήματα. Τα αναμενόμενα, καθιερωμένα ξεκινήματα, αυτά που με μια αόρατη, αναπάντεχη σπρωξιά από το πουθενά, βρισκόμουν να κοιτάω με το στόμα ανοιχτό και την καρδιά ωρολογιακή βόμβα, την εισβολή του  καινούριου. Κι αυτό να κρατάει  το χέρι μου  και να με οδηγεί προσεκτικά και ορμητικά μαζί, αφήνοντάς με να γυρνάω και να ρίχνω κλεφτές φοβισμένες και νοσταλγικές ματιές, στη μέχρι τότε ασφάλειά μου.

 Κυρίως όμως λατρεύω εκείνα τα άλλα, τα αναπάντεχα, απρογραμμάτιστα, τα γνωστά σε όλους ξεκινήματα- εκπλήξεις της ζωής. Όταν όλος ο, στέρεα χτισμένος και βασανιστικά προγραμματισμένος, κόσμος μου καταρρέει μέσα σε μια στιγμή και οι επιλογές μου είναι η εξής μία: να πέσω στην άβυσσο της απελπισίας και να κοιμάμαι όλη μέρα. Όμως την ίδια στιγμή, νιώθω να με ακολουθεί κρυφοκοιτάζοντάς με και χαμογελώντας θαρραλέα πίσω από τη βαριά κουρτίνα της περιχαρακωμένης συνήθειάς μου και της φυσικής τάσης μου προς παραίτηση, μία ακόμα υποψία επιλογής:  η νέα αρχή.

Όσο και να κάνω ότι δεν τη βλέπω, είναι εκεί, ανεπιθύμητη και ακάλεστη επισκέπτρια να μου υπενθυμίζει υπομονετικά την ύπαρξή της και τη δυνατότητά μου να ενδώσω στο κάλεσμά της, μέχρι να τα καταφέρει και να με κερδίσει. Και τότε ο δρόμος ανοίγει και στη διαδρομή του ενώνομαι με τη χαρά της ζωής.

Η αρχή, το ξεκίνημα, καθορίζει όλη τη ζωή μας, από την πρώτη στιγμή που η ανάσα θα αρχίσει να γεμίζει ρυθμικά τα μικροσκοπικά πνευμονο- φασολάκια μας, μέχρι που θα φτάσει να ενωθεί για πρώτη φορά, αλλά αιώνια, με την πνοή του κόσμου όλου.

Η ένταση του πρώτου κλάματος, η ορμή και η αποφασιστικότητα της πρώτης φοράς που θα στηρίξουμε τα γόνατα δυνατά για να κάνουμε το βήμα που θα μας συστήσει στο θαυμαστό περίγυρo, η πρώτη αόριστα ειπωμένη συλλαβή, η απόλαυση της πρώτης γεύσης, η γλύκα του πρώτου φιλιού, η αγωνία της πρώτης μέρας στο σχολείο, ο σπαραγμός του πρώτου έρωτα, ο πόνος της πρώτης απώλειας,  είναι τα πρώτα ξεκινήματα στη ζωή.

 Όσο μεγαλώνουμε και απομακρυνόμαστε από την έκπληξη της πρώτης φοράς, δεν ακολουθούμε το καινούριο αυθόρμητα, χρειάζεται προσπάθεια για να ανοιχτούμε σε αυτό. Όταν έρχεται μια στιγμή που νομίζουμε ότι δεν υπάρχει τίποτα πια να μας ξαφνιάσει, που μας φαίνεται ότι οι μέρες κυλάνε πανομοιότυπες, χωρίς πάθος, χωρίς ζωή, που τα βλέπουμε όλα ανιαρά, ίδια, μονότονα και κουραστικά, ακόμα και τότε βαθιά μέσα μας γνωρίζουμε. Ότι παραβλέπουμε τη σπίθα του καινούριου γιατί δειλιάζουμε να ανοίξουμε την πόρτα στην αλήθεια. Δειλιάζουμε να δοκιμάσουμε το ξεκίνημα για το οποίο είμαστε πλασμένοι.

Κάθε νέα αρχή είναι συνυφασμένη με την ανθρώπινη φύση. Η θεϊκή πνοή μέσα μας, κάθε στιγμή, κάθε δευτερόλεπτο, ανοίγει ένα παράθυρο σε αυτή τη δυνατότητα. Μια γενναία απόφαση, μια εμπνευσμένη στάση απέναντι στον άνθρωπο που αγαπούμε, μια αστραποβόλα σοφία να αντιμετωπίσουμε αυτό που μας βασανίζει, ένας ευρηματικός τρόπος να μιλήσουμε στο παιδί μας. Μια ρηξικέλευθη ενέργεια να δοκιμάσουμε εκείνη τη γεύση παγωτό που δεν τολμήσαμε ποτέ, ένα απροσδιόριστο θάρρος να τραγουδήσουμε ένα διαφορετικό τραγούδι, μία επίμονη περιέργεια να διαβάσουμε ένα ασυνήθιστο για μας βιβλίο. Μια καινούρια καθημερινή διαδρομή, όχι η πιο σύντομη, αυτή που θα μας δώσει μια νέα εικόνα, θα πατήσει εκείνο το λαμπάκι που είναι χρόνια σβηστό και μπλινκ! θα φωτίσουν όλα αλλιώς μέσα στην ψυχή μας.

Τελικά, δεν είναι ότι κάθε νέα αρχή δεν με φοβίζει, δεν με αγχώνει, δεν μου δημιουργεί ανασφάλεια και ερωτηματικά. Αλλά να,  διαπιστώνω ότι αυτό που ονομάζω αρχικά «άγχος», είναι οι τρελλές πεταλουδίτσες του έρωτα που χορεύουν στο στομάχι μου. Αυτό που ξεγελιέμαι και βαφτίζω φόβο και ανασφάλεια, είναι η γλυκιά προσμονή του νέου, η γεμάτη σε βάθος ελπίδα και αισιοδοξία.

 Είναι ότι γίνομαι ξανά πέντε χρονών και θέλω να ανεβώ στην τσουλήθρα. Την τσουλήθρα που ενώνει τα πάνω με τα κάτω αλλά και τα κάτω με τα πάνω. Θέλω να τσουλήσω με αγωνία και δέος στο γυαλιστερό σκαρί, τα μαλλιά μου να μιλάνε με τον αέρα, τα μάγουλά μου να κολλάνε στην ψυχή μου με ορμή, τα μάτια μου να μετράνε αντίστροφα τη μοιραία συνάντηση με το χώμα, οι παλάμες μου να γίνονται δύο αναμμένες καρδιές, δυο  καρδιές που τινάζονται έξω από το σώμα. Και εγώ, να ξανατρέχω με χαρά και ενθουσιασμό για να τις πιάσω, ξανανεβαίνοντας τη σκαλίτσα που θα με φέρει ψηλά, κυρίαρχο του κόσμου και ξανατσουλώντας προς τα κάτω.

 Γιατί, θυμάστε τi χαρά και ικανοποίηση που νιώθαμε όταν τελικά φτάναμε κάτω; Θυμάστε που θέλαμε κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο……