Πριν από κανα δυο χρόνια μου χάρισαν μια ραπτομηχανή. Παρατημένη στα αζήτητα ενός υπογείου για πάνω από 10 χρόνια, έφτασε στα χέρια μου με τη συνηθισμένη επωδό: " Πάρτην εσύ, κάτι θα την κάνεις".
Μάρκα Hillmann, με μέτριες δυνατότητες, βαρύ κι ασήκωτο σκαρί. Ψύχρα μεταξύ μας, παγωμάρα, με έβλεπε με μισό μάτι και της αντιγύριζα το υποτιμητικό βλέμμα με τη μεγαλύτερη απαξίωση που μπορούσα να διαθέσω. Αφού την περιεργάστηκα καχύποπτα και εξονυχιστικά, αποφάνθηκα ότι "αυτό που χρειάζεται αρχικά είναι ένα καλό σέρβις και βλέπουμε".
Ήρθε ο κυρ Βαγγέλης στο σπίτι, με το βαλιτσάκι του σαν το γιατρό, μάστορας περιοπής και παλαιάς κοπής, την άνοιξε, την καθάρισε, τη λάδωσε, κάτι της είπε, κάτι του είπε, τα βρήκανε φαίνεται, μου έκανε και μια μεγάλη ζωγραφιά σε ένα ριγωτό φύλλο χαρτί. Πως θα περνάω την κλωστή, ποιο εξάρτημα είναι για κουμπότρυπα, ποιο γαζί είναι για μακό, μου είπε να τη χαίρομαι και καλορίζικη και αποχώρησε μεγαλοπρεπώς με το βαλιτσάκι του παραμάσχαλα.
Από εκείνη την αποφράδα μέρα ξεκίνησε ένας αγώνας αναμέτρησης. Ή αυτή ή εγώ, δεν υπήρχε χώρος και για τις δυο μας. Εγώ περνούσα την κλωστή, αυτή την έκοβε, εγώ τύλιγα τη μασουρίστρα, αυτή την έφτυνε, εγώ τέντωνα το πανί αυτή το ζάρωνε. Την πήρα με το καλό, τίποτα. Της έβαζα τις φωνές, μέχρι την πιτσαρία ακουγόμουν, στο δεύτερο μένουμε, τίποτα.
Με τον καιρό κουτσά στραβά συνέχιζα να κάνω τις ραφές μου, πότε στραβές πότε ίσιες, μουρμουρίζοντας πάντα " που θα πάει, θα πάρω άλλη και θα σε στείλω από κει που'ρθες".
Ώσπου ένα πρωί, κάθομαι να ράψω και ακούω ένα μουγκρητό. Ξαναπατάω και η ρόδα στον αέρα να μαρσάρει ανελέητα. " Ήρθε η ώρα" είπα μέσα μου γεμάτη ελπίδα και πόνο τσέπης. Ξεκίνησα να κάνω έρευνα αγοράς. Τι μάρκα να πάρω? Μέγεθος? να κάνει 15 ή 235 γαζιά? Να κάνει κέντημα ή όχι? Με το κεφάλι γεμάτο απ' αυτά τα συγκλονιστικά ερωτήματα, επισκέφτηκα το πρώτο μαγαζί. Αντικρύζοντας την υποψήφια "αγάπη" ήρθα στα συγκαλά μου. Τόσο πλαστικό, ούτε στην πλαστικοφλέξ. Μέχρι και η μασουρίστρα πλαστική, ανοίγω μέσα, πλαστικά όλα και ελαφριά σαν φτερό, πώς θα γαζώσω τσόχα, τζιν, καραβόπανο? θα πάρει δρόμο και θα φύγει η μηχανή και μετά ποιος την βρίσκει.
Γυρνώντας στο σπίτι, κοίταξα για πρώτη φορά με συμπόνια τη μηχανή μου. Ήταν η πρώτη φορά που την ένιωθα δική μου. "Κοίτα εδώ στιβαρότητα, μέταλλο, μοτέρ, μα που θα βρω τέτοια μηχανή?" Αυτό ήταν, η απόφαση ελήφθη, θα τη δώσω για φτιάξιμο. Και ξέρετε τι έλειπε? μια βίδα.
Γιατί τα λέω όλα αυτά? μα για να πω ότι αυτό που χρειαζόμαστε ήδη το έχουμε, αλλά δεν το ξέρουμε. Και μάλιστα μας έχει χαριστεί.
Χρειάζεται μόνο "μια βίδα" να φύγει από τη θέση της για να το εκτιμήσουμε.
|
Η μηχανούλα μου |
|
Τα ράβει όλα |
|
Να παίρνει σειρά κι αυτή η αρχαία |