Γεννήθηκε στην Αγγλία, μέσα σε
κεντημένα σεντόνια και σε πλεγμένα με μεταξωτές κλωστές ρούχα. Άκουσε για πρώτη φορά από τον τελάλη των
ανακτόρων πως η ζωή της είχε οριστεί, πριν καν εκείνη δοκιμάσει το πρωτόγαλα της
μάνας της. Το όνομά της δεν το γνωρίζω -ακόμα στοιχηματίζεται με πολλά λεφτά,
όμως δεν έχει και μεγάλη σημασία. Ο
τίτλος της πάντα θα προηγείται του ονόματός της.
Η αδερφή ενός φίλου μου ήθελε να
γίνει μπαλαρίνα. Φορούσε αργά και με χάρη τις πουέντ που της είχε πάρει δώρο η
νονά της και χόρευε αμέτρητες ώρες μπροστά στον καθρέφτη, θαυμάζοντας το
λεπτεπίλεπτο είδωλό της, ενώ στριφογυρνούσε μέχρι να ζαλιστεί και να πέσει
ευτυχισμένη πάνω στο κρεβάτι. Οι γονείς της όμως είχαν άλλη γνώμη. Ήταν πιο
ασφαλές να γίνει δασκάλα, σίγουρος μισθός και αξιοπρέπεια. Τώρα παίρνει το
σταθερό μισθό της και παρακολουθεί παραστάσεις μεγάλων μπαλέτων, όποτε έρχονται
στην πόλη, ονειροπολώντας ότι είναι και αυτή στη σκηνή και χορεύει μέχρι να
πετάξει.
Ο Ηρακλής είναι ένας άντρας δύο
μέτρα, με μεγάλες πλάτες και στιβαρό, σκούρο βλέμμα. Δουλεύει στην οικοδομή,
τον έχουν πάντα για τις πιο βαριές δουλειές, βοηθάει το σκαρί του αλλά και ο απλός και πρόθυμος
χαρακτήρας του. Ο Ηρακλής έχει ένα μυστικό. Όταν δεν δουλεύει με δεξιοτεχνία το
πηλοφόρι, πιάνει στα αδρά του δάχτυλα μια μικρή, λεπτή, σχεδόν αόρατη βελόνα
και κεντάει τα πιο λεπτεπίλεπτα,
ευφάνταστα, αριστουργηματικά τσιμπημένα κεντήματα. Αυτό ήταν πάντα το όνειρό
του και η εσωτερική κλίση του, η ανάσα και το κρυφό του πάθος. Το κέντημα. Όμως
δεν τον άφηναν, γιατί «δεν πάει ένας άντρας μέχρι κει πάνω να κεντάει, θα σου
βγει το όνομα». Έτσι έγινε χτίστης και
τώρα κεντάει τις ανεκπλήρωτες σκέψεις του και την προίκα της κόρης του.
Η κυρα-Φρόσω, πήρε έναν άντρα που
δεν ήθελε. Αγαπούσε άλλον αλλά ήταν φτωχός και από άσημη οικογένεια, «πως θα
ζούσαν», οι γονείς της ήταν κατηγορηματικοί, «τι θα πει ο κόσμος», «έτσι σπίτι
δεν ανοίγεις». Κι έτσι της προξένεψαν τον κατοπινό άντρα της, που ποτέ δεν
αγάπησε, ποτέ δεν έκανε έρωτα μαζί του με πάθος παρά μόνο από υποχρέωση, ποτέ
δεν χάθηκε στο βλέμμα του και στην αγκαλιά του, μια ζωή χαμένη. Εβδομήντα
χρονών τώρα πια, ακόμα όταν ακούει την καρδερίνα να κελαηδάει, η καρδιά της
σκιρτάει και το μυαλό της πλημμυρίζει με τη θύμηση του πρώτου της έρωτα, του
αληθινού άντρα της καρδιάς της.
Ήταν ένα κοριτσάκι, η Άννυ. Το
πρωτανοιξιάτικο φως είχε προλάβει να
αγγίξει τα μαλλάκια της μόλις τέσσερις φορές. Την πέμπτη, το μαχαίρι του
άρρωστου πατέρα της ήταν πολύ βιαστικό
και ολέθριο. Της στέρησε τη μυρωδιά του γιασεμιού εκείνη το Μάη.
Αφιερωμένο σε όλα τα παιδιά,
μικρά και μικρότερα, που δεν τους επέτρεψαν κάποιοι μεγάλοι ή πολύ εγωιστές, ή
ανυπέρβλητα κακοί, ή εξουθενωτικά άρρωστοι, ή θεόρατα αλαζόνες, να ακολουθήσουν τη ζωή για την οποία ήταν
πλασμένα. Τη ζωή που θα τα έκανε αληθινά χαρούμενα, ελεύθερα, έτοιμα για το αναπόφευκτο
τέλος χωρίς παράπονο και απωθημένο. Γιατί τότε μόνο, ναι, το τέλος φαντάζει
δίκαιο και ειρηνικό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου