Το μπουκάλι είχε ξεμείνει πάνω
στο πλαστικό τραπέζι της κουζίνας. Οι πρώτες ηλιαχτίδες αντανακλούσαν στη
λιγοστή βότκα που κάλυπτε τον πάτο του από το προηγούμενο βράδυ. Η τσιγαρίλα
και η παραίτηση πλημμύριζαν το χώρο.
Με τους πρώτους πρωινούς ήχους
άνοιξε το ένα μάτι. Περιεργάστηκε την καινούρια μέρα. Σκοτάδι στο χωλ. Σκοτάδι
στο υπνοδωμάτιο. Πυκνό σκοτάδι στην καρδιά του. Ένιωσε την πικρή γεύση του τσιγάρου και της μελαγχολίας.
Δεν θέλει τίποτα. Και κανέναν. Μόνο εκείνη.
Το αίμα του δεν κυλούσε χωρίς
εκείνη δίπλα του, το μυαλό του δεν δούλευε, η ζωή του...
Να σηκωθεί, να πάει στην κουζίνα
να πιεί λίγο νερό... όχι, άστο. Να πάει να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπό του να
ξυπνήσει... μάταιο. Έχει εργαστήριο, θα το χάσει αν δεν σηκωθεί τώρα... και τι
έγινε; Να πάει να ψωνίσει για να φάει, τρεις μέρες νηστικός... δεν θα φάει. Μια
απεργία πείνας προς τον εαυτό του. Μπορεί και να τον πείσει τελικά. Ότι πρέπει
να προχωρήσει. Τη ζωή του.
Ποια ζωή? Μισή ζωή. Χωρίς την
αγάπη. Καθόλου ζωή. Θα μείνει εδώ όπως είναι, ξαπλωμένος στο σκοτάδι. Και θα
περιμένει. Όσο χρειαστεί.
Οι ώρες περνούν και αυτός
βυθίζεται. Στην απελπισία χωρίς γυρισμό. Δεν υπάρχει καμιά ελπίδα πια. Ναι, το
πήρε απόφαση. Θα μείνει εδώ. Όσο χρειαστεί.
Πίσω από τα μάτια του ένας ήχος
διακόπτει την αυτοκαταστροφή του. Εκείνη!
«Σε περιμένω, έλα γρήγορα».
Η καρδιά δεν θ’ αντέξει, το
στομάχι πονάει από την πείνα.
Ορμάει στην κουζίνα και πίνει
νερό. Βρίσκει τα χτεσινά ρούχα πεταμένα στο πάτωμα, τα φοράει και κλείνει πίσω
του την πόρτα. Δεν προλαβαίνει, πρέπει να φύγει αμέσως!
Μα πως λάμπει ο ήλιος σήμερα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου